- γοργότης
- γοργότης, ητος, ἡ,A rapidity, Sm.Ec.2.21, Gloss.II of style, vehemence, vigour, Hermog.Id.2.1, Procl.in Prm.p.509 S., Sch.Od. 1.110, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γοργότης — rapidity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργότησιν — γοργότης rapidity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργότητα — γοργότης rapidity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργότητι — γοργότης rapidity fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργότητος — γοργότης rapidity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)